Saturday, April 29, 2006

μαθήματα ανάποδης αριθμητικής

Άμα κοιτάξεις έξω από το παράθυρο…να μέτρα…Ένα δυο τρία σύννεφα, ένα ποτάμι, πέντε φώτα ανοιγμένα, δυο άνθρωποι περπατάνε, τέσσερα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ύστερα θα σηκωθείς αργά και θα στρώσεις τα δυο σεντόνια για να ετοιμάσεις έναν καφέ και να κάνεις δυο τρία τσιγάρα πριν πάς στη δουλειά… Καμιά φορά έχεις και αυτό το περίεργο συνήθειο να μετράς τα βήματά σου….οχτώ χιλιάδες πεντακόσια εβδομήντα τρία βήματα μέχρι τη δουλειά, εξακόσια σαράντα δύο μέχρι το ψιλικατζίδικο απέναντι και πίσω…

Οι φίλοι σου σε νομίζουν για κλειστό και σιωπηλό χαρακτήρα…Πότε δε μιλάς…Ή όχι…Μιλάς μόνο για να πεις τα απαραίτητα… «μια μπύρα» ή «ένα τζιν τόνικ»…Το ξέρεις πολύ καλά ότι γεννήθηκες με μια μάνα και έναν πατέρα και αυτό ποτέ δε σου έφτανε…Και άρχισες να μετράς…Στο σπίτι σου όλη η βιβλιοθήκη σου είναι γεμάτη αριθμούς…πόσα τσιγάρα κάπνισες, πόσα βιβλία διάβασες, πόσα βήματα έκανες για να φτάσεις οπουδήποτε…

Ήσουν πολύ μικρός όταν ανακάλυψες την χαρά του να μετράς…Μάλλον όταν πρώτη φορά ένιωσες την ηδονή του να θηλάζεις και είπες «να μια ρώγα»…και ύστερα «να και άλλη μια»…Και τότε, στην αρχή δηλαδή, ήταν δύσκολα…Όλα ήταν ένα, όλα ήταν καινούργια…Μετά σου έμαθαν την πρόσθεση…ότι μετά το ένα έρχεται το δύο και μετά το δύο έρχεται το τρία…Και από τότε δε το εγκατέλειψες ποτέ…Ένα, δύο τρία…

Όταν οι φίλοι σου μιλάν μετράς τα επιχειρήματα, μετράς τις ηλιθιότητες, τα αστεία…Και όταν γυρίζεις σπίτι ανοίγεις τον φάκελο με την ετικέτα «Έξοδοι» και τα καταγράφεις… Καταγράφεις τους αριθμούς, όχι αυτά που είπαν…Λες και είχε ποτέ νόημα τι λένε οι άνθρωποι…Ούτε καν τα πρόσωπα δε γράφεις…Σα να μην υπάρχουν…Ένα, δυο, τρία…

Όταν σε ρωτάν στο δρόμο πόση ώρα είναι από πλατεία Αριστοτέλους μέχρι Ναυαρίνου εσύ τους απαντάς με βήματα και άλλοτε με τσιγάρα…Και μετά ξανά σκύβεις και καπνίζεις…Μετράς πόσους γνωστούς θα συναντήσεις στο δρόμο και πόσοι θα σε χαιρετήσουν…Πόσοι είναι ζευγάρια και για πόσους μήνες, πόσοι είναι μόνοι τους, πόσοι είναι λυπημένοι και πόσοι χαρούμενοι…

Καμιά φορά σου κάνουν και δύσκολες ερωτήσεις, όπως «τι ώρα είναι?»…Δεν έμαθες ποτέ να λες την ώρα…Περίεργο…Η ώρα είναι μόνο αριθμοί…Ούτε στα μαθηματικά ήσουν καλός…Μόνο όταν έπαιζες σκάκι ξανάβρισκες την χαρά…Μετρούσες τις κινήσεις του αντιπάλου και αυτές που σχεδίαζες να κάνεις…Και δε μιλούσες…Μετρούσες…Ένα, δυο, τρία…

Οι αριθμοί στο μυαλό σου ποτέ δεν είχαν εικόνα…Το εννέα δεν ήταν ποτέ 9…Ούτε και κανένας άλλος αριθμός…Γι αυτό δεν έγινες και λογιστής ποτέ σου…ή ταμίας…Έπρεπε τους αριθμούς να τους μιλήσεις από μέσα σου σαν ολόκληρες λέξεις…Και ύστερα μετρούσες τις εικόνες και τα επεισόδια της ζωής σου για να τα καταγράψεις στα κιτάπια σου ακριβώς όπως τα μέτρησες…Ένα δυο τρία..

Τόσα χρόνια στη Θεσσαλονίκη τα είχες μετρήσει όλα…Έτσι σιωπηλός, ανάμεσα σε παρέες και πότε μόνος…Καμιά φορά όμως ήσουν πολύ θλιμμένος και δεν ήθελες άλλο να μετρήσεις…Ήταν όταν έφτανες στον αριθμό εκατόν σαράντα δυο…Δεν είναι ένας τυχαίος αριθμός αυτός…Εκατόν σαράντα δύο λάθη και εκατόν σαράντα δύο γκρίνιες…

Είσαι ωραίος τύπος και όπως είπα σιωπηλός…Και αυτό αρέσει στις γυναίκες…Σε πλησίαζαν λοιπόν και εσύ κάπνιζες…Στην αρχή μετρούσες πόσες φορές κοκκίνιζαν τα μάγουλά τους και πόσες έκανε τρικλοποδιές η γλώσσα σου ενώ κοιτούσες τα παπούτσια σου… Συνήθως κάνανε την πρώτη κίνηση, το ένα…Ένα φιλί, δυο τρία…Πόσο χαρούμενος ήσουνα τότε…Σχεδόν ξεχνούσες το μέτρημα…Δε σε ενδιέφερε…Γελούσες με αυτή σου την μικρή απιστία…Και αυτές γελούσαν πολύ…Και ας μη ξέρανε…Μετά τα πράγματα σοβάρευαν…Δε σου έφτανε αυτό…Ξεκινούσες λοιπόν να ξαναμετράς…Τις γκρίνιες, τις κακίες, τις φορές που βαρέθηκες αφόρητα να κάθεσαι σε κάποιο μπαρ και να περιμένεις να σταματήσεις να βαριέσαι…Έφτανες λοιπόν στον αριθμό εκατόν σαράντα δύο και τότε έφευγες…Δεν άντεχες άλλο…Ήθελες να ξανανιώσεις καινούργιος…Ήθελες να πεις ένα…Κλαίγανε λίγο αυτές, ίσως και να βούρκωνες και εσύ λιγάκι…Τα πράγματα δυσκόλευαν και εσύ ξαναμετρούσες μέχρι να περάσει ο καιρός, μέχρι να ξαναβρείς το ένα…

Κάποια μέρα ξύπνησες…Και είχες κάνει πολλά μέχρι τότε…Όποιος σκάλιζε στα κιτάπια σου, σε αυτά τα ατελείωτα αρχεία μπορούσε να το καταλάβει…Είχες ταξιδέψει σε δεκαπέντε διαφορετικές χώρες, είχες δημοσιεύσει πέντε έξι πονήματα, είχες ερωτευτεί δυο τρεις φορές, είχες τέσσερα πτυχία και δυο υποτροφίες… Περίεργο, γιατί εγώ -από όταν σε θυμάμαι- μόνο μετρούσες…Πότε πρόλαβες?… Ξύπνησες λοιπόν, και ως συνήθως…Πέντε βήματα μέχρι το νεροχύτη, τρεις φορές γύρισες την κάνουλα της βρύσης για να ανοίξει και άλλες τρεις για να κλείσει, ένα ποτήρι καφέ και τρια τσιγάρα, πέντε σπίρτα –γιατί ποτέ δεν έμαθες να ανάβεις ένα σπίρτο με την πρώτη, με το ένα- και ύστερα ένα πουκάμισο, δυο κάλτσες, ένα παντελόνι με 17 ρίγες στο κάθε μπατζάκι, δυο παπούτσια και μετά στο δρόμο… Να μετράς τα βήματά σου…Ίσως γι αυτό να σου άρεσαν και τα κοτλέ παντελόνια… Μπορούσες να μετρήσεις τις ρίγες τους όση ώρα θα σου έλεγε κάποιος κάτι ανόητο…

Εκείνη την ημέρα λοιπόν είχε έναν και πολύ ωραίο ήλιο… Δε μπορούσες να μετρήσεις τίποτα άλλο από τα βήματά σου…Δε σε άφηνε να δεις… Και έτσι έσκυψες το κεφάλι και περπατούσες…Δίπλα σου, ή μάλλον καλύτερα λίγο πιο πίσω και στο πλάι, περπατούσε επίσης κάποια… Ήξερες ότι ήταν εκεί και ότι ήταν κάποια, από τον ήχο που κάναν τα τακούνια της. Δε μπορούσες να την δεις, αλλά την άκουγες…Ένα δύο, ένα δυο, ένα δυο…Σου ήταν αδύνατο να προχωρήσεις στο τρία… Και χαμογέλασες…Αυτή προσπέρασε…Ένα δύο, ένα δύο και όχι εν δυο…Προσπάθησες να δεις αλλά δε γινόταν…Σου έφτανε αυτή η αριθμητική η πρωταρχική…

Αργότερα τη ξανασυνάντησες σε κάποιο σταυροδρόμι… Στο βήμα πεντακόσια ογδόντα δυο, περιμένοντας το φανάρι… Κάτι έψαχνε ατσούμπαλα μέσα στην τσάντα της… Κρυφοκοίταξες για να μετρήσεις… Ένα βιβλίο, τρία χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα, ένα περιτύλιγμα σοκολάτας και τέσσερα στυλό… Δεν περίμενες να τη συναντήσεις… Αρχίσατε να μετράτε μαζί… Πόσες φορές περάσατε καλά και πόσες όχι, τους καυγάδες, τις ζήλιες, τα όμορφα σαββατόβραδα… Εκείνη έφυγε πριν φτάσεις στο εκατόν σαράντα δύο, ούτε και αυτή είχε φτάσει στο διακόσια ογδόντα οχτώ –είναι γνωστό ότι οι γυναίκες έχουν περισσότερες αντοχές… Ήταν μακριά και το ήξερες, και αυτή άλλωστε…Τόσο που δε μπορούσατε να μετρήσετε πόσα βήματα ή πόσα τσιγάρα… Παρόλα αυτά συχνά τα καταφέρνατε… Ίσως και με ένα πνεύμα διαστροφής μετρούσατε τις συζητήσεις σας σε σελίδες… Κάθε φορά ένας καινούργιος αριθμός… Ένα καινούργιο αριθμητικό όριο για να το προσπεράσετε, για να το ξεπεράσετε…Μια μέρα λοιπόν, στη σελίδα εικοσιπέντε της συζήτησης τριάντα οχτώ, αυτή σου είπε ότι έρχεται… Ήταν προφανώς ένα ψέμα… Ήξερες πως ακόμα είχες πολλά πράγματα να μετρήσεις μέχρι να την ξαναδείς… Την ρώτήσες λοιπόν πως… Της είπες δε, με αριθμούς και επιχειρήματα, ότι αυτό δεν είναι εφικτό και πρέπει να είστε τουλάχιστον προσεχτικοί και ειλικρινείς στα μετρήματά σας μεταξύ σας… Και τότε αυτή σου είπε… «Ανάποδή αριθμητική, μωρό μου, ανάποδη αριθμητική»…Και εσύ χαμογέλασες και είπες πάλι «ένα»…

Thursday, April 27, 2006

Real life??? No, thank you!


Mε αφορμή αυτό

"Και συ Ντο που τώρα ξέρεις
τις συσπάσεις του κορμιού σου,
εσύ θα καταφέρεις
τον καθρέφτη σου να σπάσεις,
το καλοκαίρι σου
γυμνή θα το περάσεις,
πανώ στην άμμο,
στην αγκαλιά ενός παιδιού..."

Δεν το κουνάω ρούπι από εδώ που είμαι. Μη μ'ενοχλείται...Στο μυαλό μου είναι όλα υπέροχα. Ειδυλλιακά...Σκέφτομαι χρωματιστά μπαλόνια, έρωτες στην αρχή του αιώνα, ηλικιωμένους δεινούς χορευτές του βάλς...ξέρετε εν-δυο τρία, έν-δυο τρία και πάλι απ'την αρχή, και κράταμε να σε κρατώ μη χάσουμε το βήμα. Μετά μου έρχονται και άλλες εικόνες, πιο πολλές, να τρώω μαλλί της γριάς στην μέση μιας διαδήλωσης, ακίνητη και ο κόσμος να με προσπερνάει, να οδηγώ μια ροζ κάντιλακ και να πίνω ροζ λεμονάδα με το γαλόνι στη μέση της αριζόνας. Έρχεσαι και εσύ με τις δικές σου εικόνες... Να συζητάμε για το ειρωνικό στον Satie και στα κρυφά να χαϊδεύομαστε...Ξέρεις που...μμμμ

Σας είπα..μη με ενοχλείτε..Εγώ καλά περνάω στο "μόνον της ζωής μου ταξίδιον"...Μη μου το χαλάτε, το απολαμβάνω.

forgive my unsociable sociability.

Κορδιαλλι,
calamity

Tuesday, April 25, 2006

Look ma'...I 'm flying...



Στο είχα ξαναπεί...Μια μέρα θα πετάξω...Που να με πιστέψεις.

Ακόμα και όταν το ήξερες πως θα φύγω, εκεί να επιμένεις. 25 Απριλίου: "Που θα πας τώρα πουλάκι μου στη χώρα των βαρβάρων? Εκεί που ο ήλιος δύει γρήγορα και οι δρόμοι μυρίζουν φθηνό αλκόολ. Σε αυτήν την αχανή ήπειρο, χωρίς ιστορία, χωρίς πολιτισμό, χωρίς τρόπους..Που πάς? Θα μείνεις μόνη, να το ξέρεις." Που να φανταστείς πόσο δελεαστικά ακούγονταν όλα αυτά στα αυτιά μου. Πόσο το ήθελα να συμβεί...Και κοίτα μαμά...Τίποτα δεν έγινε όπως το προέβλεψες και όλα γίναν ακριβώς όπως τα είπες.

Μόνο που μου έμεινε ένα κουσούρι μαμά. Κάθε απρίλη ταξιδεύω στην αλάσκα, αρπάζω μια κουβέρτα και προσπαθώ να πηδήξω όσο πιο ψηλά μπορώ για να σου φωνάξω...

Look ma'...Ι'm flying...

με ανάμικτα συναισθήματα

αυτήν την φορά από τα οροπέδια της Αλάσκας,

Καλαμιτι Τζεην

ps. The photo is hosted by bee-zee, to whom I owe the inspiration.

Saturday, April 22, 2006

Universal Truths Part I_communication breakdown



Τον τελευταίο καιρό ασχολούμαι με τας φυσικάς επιστήμας. Φανταστείτε κάτι σε Νεύτωνα χωρίς τόσες πολλές τρίχες και χωρίς κανένα μήλο να μου έχει πέσει ποτέ στο κεφάλι. Η τελευταία μου ανακάλυψη ανατρέπει τις ως τώρα θεωρίες περί μυρωδιάς και άλλων ντετερμινιστικής φύσης παρατηρήσεων για τις σχέσεις της γάτας και του σκύλου. Όχι κύριοι και κυρίες μου. Ο σκύλος και η γάτα έχουν επικοινωνιακό πρόβλημα, και μάλιστα σοβαρότατο.

Ας ξεκινήσουμε με την εξής υπόθεση. Έστω ένας σκύλος και μια γάτα στον ίδιο χώρο. Ο σκύλος χαίρεται για το καινούργιο φιλαράκι του και κουνάει την ουρά του. Η γάτα βλέπει τον σκύλο να κουνάει την ουρά του, και ξέροντας ότι αυτή κουνάει την ουρά της μόνο όταν είναι εκνευρισμένη, το ερμηνεύει λάθος ότι ο σκύλος θέλει μπλεξίματα. Ξεκινάει λοιπόν και αυτή να κουνάει την ουρά της, ετοιμοπόλεμη όπως πάντα. Βλέποντας ο σκύλος να κουνάει η γάτα την ουρά της το λαμβάνει ως θετικό σημάδι, αφού ο ίδιος από χαρά και μόνο το κάνει, και προχωράει στα ενδότερα. "Την βάψαμε" αναλογίζεται η γάτα και αρχίζει να καμπουριάζει και να στέλνει και άλλα τέτοιου είδους απειλητικά μηνύματα, που όμως για τον σκύλο δε σημαίνουν τίποτα. Το δράμα κορυφώνεται και κάπου ανάμεσα σε δεύτερο και τρίτο βήμα γίνεται της τρελής το πανηγύρι.

Τώρα ξέρετε. Στην φωτό εγώ με τον σκύλο μου κάπου στα λιβάδια του Μειν.

To be continued...
Forthcoming: Why seagulls follow ships or the pedagogical role of the family.

Cordially,

Calamity Jane.

Friday, April 21, 2006

Michelangeloς, o Second ή να τι παθαίνεις όταν ασχολήσε με ιπτάμενες μηχανές


Ας πούμε ότι αυτό είναι μια ιστορία για ακόμα ένα παράξενο αγόρι...Δεν έχει και πολύ σημασία πως το συνάντησα ή τι ακριβώς επαγγέλλεται...Αυτό που έχει σημασία είναι ότι στο ομιχλώδες λονδίνο τον ξέρανε σαν Μικελαντζελος ο Δεύτερος ή αγγλιστί Michelangelos the Second. Από τα θερμά κλίματα της μεσογείου στο βροχερό και ομιχλώδες λονδίνο, το τελικό «ς» παρέμενε ως δείκτης αυτής της μετακίνησής του…Κανείς ποτέ δε το συντόμευσε σε Μικέ, άλλωστε αυτό θα ήταν ένα τραγικό λάθος που θα τον έκανε να φαίνεται σαν ήρωα ταινίας του ελληνικού αστικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’50 –και ας έμοιαζε λίγο, αλλά αυτό αφορά μια άλλη ιστορία που δεν είναι επι του παρόντος.

Έτσι, λοιπόν, και αυτός, ο Μικελάντζελος ο Δεύτερος, αποφάσισε ένα ηλιόλουστο πρωινό, για να είμαι ακριβής στις δεκαεννέα απριλίου του μακάριου έτους δυοχιλιάδεςδύο –πάντα του άρεσαν τα νούμερα που μπορείς να τα διαβάζεις το ίδιο και από τις δύο πλευρές- να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να αποδημήσει στον βορρά. Οι λόγοι πολλοί...Καταρχήν, η λέξη πατρίδα δεν του άρμοζε. Οικότροφος του αμερικάνικου κολλεγίου, με βασικές σπουδές στας αγγλίας, μιλούσε απτέστως την γαλλική και προτιμούσε πάντα τον ισπανικό κινηματογράφο πριν τον αλμοδοβαρ. Όπως συνήθιζε να λέει άλλωστε, ο αλμοδοβάρ είχε απλώς την κατάλληλη ηλικία, την κατάλληλη χρονική στιγμή, ώστε να προσωποποιήσει αυτό που ως τότε δεν είχε ένα πρόσωπο αλλά πολλά. Τι έλεγα?...Α...Ναι...Κατα δεύτερον, είχε μεγαλώσει μέσα σε ένα δωμάτιο σχεδόν ποτέ ηλιόλουστο, και αντιμετώπιζε ακόμα δυσκολίες όταν οι μέρες στη γενέθλιά του πόλη ήταν φωτεινές. Δεν του άρεζε καθόλου όταν έπρεπε να προσαρμόσει το σώμα του στο περιβάλλον του. Γι αυτόν ήταν ένδειξη ότι αυτό δεν είναι το περιβάλλον του. Άλλωστε το τι είναι τα πράγματα από το πως φαίνονται απέχει πάντα...Για παράδειγμα το Παρίσι, πόλη του φωτός σου λέει και ο ήλιος λες και έχει πάρει άδεια επ’ αορίστω...Ή από την άλλη, η Ρώμη, η αιώνια πόλη που χτίστηκε ως τέτοια μόλις στο τέλος του προπερασμένου αιώνα...Τα ήξερε όλα αυτά και γι αυτό δεν τον ενδιέφεραν οι κομπασμοί των συμπατριωτών του ότι ζουν στην χώρα του ήλιου. Τέλος, κατα τρίτον δηλαδή –πάντα το τρίτο είναι και το σημαντικότερο- υπήρχε και μια δουλειά που είχε αφήσει μισοτελειωμένη εκεί πάνω... Κάτι προσωπικά που επίσης δεν έχουν σημασία γιατί σχεδόν πάντα είναι μόνο η αφορμή.

Έτσι λοιπόν, ο Μικελάντζελος αποφάσισε εκείνη την ηλιόλουστη μέρα να αποδημήσει. Ήταν και οι συγκυρίες βλέπεται...Εκεί που τα σκεφτόταν όλα αυτά και σήκωσε το βλέμμα του να απευθύνει ένα λαϊκότατο σιχτίρισμα στον ήλιο που τον δυσκόλευε, είδε ένα σμήνος από μαύρα πουλιά να βολοδέρνουν στον γαλάζιο ουρανό...Η αλήθεια είναι ότι τα ίδια πουλιά τα έβλεπε συχνά πυκνά να κόβουν βόλτες στον ουρανό, αλλά αυτούνου του άρεσε να λέει ότι είναι αποδημητικά και ότι του μοιάζουνε...Άλλωστε είχαν και μια κάποια λειτουργική αξία. Σκίαζαν τουν ουρανό όταν ο ίδιος είχε τις πιο φωτεινές σκέψεις... Ναι...Το λοιπόν το πήρε απόφαση...Αυτό ήταν...Την κάνουμε σκέφτηκε και όντως την έκανε...

Δε θυμάμαι τι και πως, αλλά γεγονός είναι ότι προσγειώθηκε αυτός και η κόκκινη βαλίτσα του στο Χιθροου και αμέσως ξεκίνησε κολλητιλίκια με έναν τύπο από τη Σιγκαπουρη που τον έλεγαν Κερμιν, ένα θαύμα προσαρμοστικότητας αφού το όνομά του ήταν στην πραγματικότητα Κεε Μιι αλλά αναγκάστηκε να το θυσιάσει στο βωμό των φλεγματικών εγγλέζων...Αυτός από την άλλη δεν αναγκάστηκε, αλλά του το φορέσαν το ψευδόνυμο, όταν μια μέρα ανακοίνωσε στον ακαδημαϊκό του σύμβουλο, ότι θέλει να ασχοληθεί με ιπτάμενες μηχανές...Ναι, ναι...Καλά ακούτε... «Ποιός νομίζεις ότι είσαι ρε μεγάλε? Ο Μικελάντζελος ο Δεύτερος???» έτσι του είπε ο αντβαϊζοράς του. Μπέρδεψε ο καυμένος τον Λεονάρδο με τον Μικελάντζελο εξαιτίας της κοινής ιταλικής καταγωγής τους, και ακριβώς επειδή προτίμησε το φλεγματικό χιούμορ έναντι της ιστορικής ακρίβειας, αφέθηκε στο να τον αποκαλέσει Μικελάντζελο... «Λεονάντο εννοείτε», του απάντησε ο Μικελάντζελος, αλλά το αγριωπό βλέμμα του αντβαϊζορ έφτασε για να σιωπήσει στη στιγμή και να αποσύρει τις κατηγορίες.

Το λάθος του Μικελάντζελο ήταν ότι διηγήθηκε τον διάλογο στον Κέρμιν και όπως καταλαβαίνετε έγινε βούκινο...Οι Σιγκαπουριανοί δεν φημίζονται για την εχεμύθιά τους. Όποιος τον έβλεπε στους διαδρόμους του ροϊαλ κολλετζ τον φώναζε Μικελάντζελο, μέχρι που και αυτός ξέχασε πως τον λένε και τον ίδιο αλλά και τον εφευρέτη πανεπιστήμονα. Σημασία έχει πως δεν το πήρε και πολύ βαρέως... Ήταν και κάπως χαριτωμένο, του ταίριαζε κιόλας, αφού και ο ίδιος ένιωθε λίγο σαν ιστορικό και τοπογραφικό λάθος ταυτόχρονα. Ακόμα και εγώ συχνά πυκνά τον φανταζόμουν με ξίφος και κάππα να αγωνίζεται για την τιμή της καλής του και έπειτα να επιστρέφει στο σκοτεινό δωμάτιό του, να αρπάζει το φτερό, να γράφει πολυσέλιδες εξομολογήσεις για παγκόσμιες αλήθειες και να σχεδιάζει διαφορετικές εκδοχές ιπτάμενων μηχανών...Να πω την αλήθεια, τι το ήθελε και αυτός να πει ότι θέλει να ασχοληθεί με τας ιπτάμενας μηχανάς... Ποτέ μην παίζεις με το φλεγματικό χιούμορ των αγγλοσαξόνων...Είναι επικύνδινο...

Τάδε Έφη,

Καλαμιτι Τζεην

υγ. Η φωτό είναι από τις εν λόγω ιπτάμενες μηχανές...Στο δρόμο προσγειώθηκαν ολίγον όπως καταλαβαίνετε...Για περισσότερα δείτε michelangeloς o second

Thursday, April 20, 2006

Inaugural Post, κάπως θλιμμένο



Θα το ξεκινήσω κάπως Μπρεχτικά.
Όπως ξεκινάει και η μέρα: με έναν κόκκορα, ανάμνηση μιας προδοσίας από παλιά.

Καλωσορίσατε.